- κυνηγάρης
- ο, θηλ. -α (Μ κυνηγάρης, θηλ. -α)1. αυτός που κυνηγά, κυνηγός («δεν είδανε τα μάτια μου τέτοιονε κυνηγάρη, να κυνηγά τις πέρδικες τη νύχτα με φεγγάρι», δημ. δίστ.)2. ως επίθ. κυνηγετικός, θηρευτικόςνεοελλ.(συν. στο αρσ.) (για άνδρα) αυτός που επιδιώκει συνεχώς ερωτικές κατακτήσεις, αυτός που κυνηγά γυναίκες.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + κατάλ. -άρης (πρβλ. αρχοντ-άρης, πεισματ-άρης)].
Dictionary of Greek. 2013.