κυνηγάρης

κυνηγάρης
ο, θηλ. -α (Μ κυνηγάρης, θηλ. -α)
1. αυτός που κυνηγά, κυνηγός («δεν είδανε τα μάτια μου τέτοιονε κυνηγάρη, να κυνηγά τις πέρδικες τη νύχτα με φεγγάρι», δημ. δίστ.)
2. ως επίθ. κυνηγετικός, θηρευτικός
νεοελλ.
(συν. στο αρσ.) (για άνδρα) αυτός που επιδιώκει συνεχώς ερωτικές κατακτήσεις, αυτός που κυνηγά γυναίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνήγι + κατάλ. -άρης (πρβλ. αρχοντ-άρης, πεισματ-άρης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυνηγάρης, -α, -ικο — και κυνηγάρικος, η, ο κυνηγετικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλαφοκυνηγάρης — και λαφοκυνηγάρης, ο κυνηγός ελαφιών και γενικά αγριμιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κυνηγάρης] …   Dictionary of Greek

  • κυνηγάρικος — η, ο [κυνηγάρης] (για σκύλο) ο ικανός και εκπαιδευμένος για το κυνήγι, για καταδίωξη, θηρευτικός, κυνηγετικός («κυνηγάρικο σκυλί») …   Dictionary of Greek

  • λαγονάρης — ο (Μ λαγονάρης) αυτός που τρέφει και γυμνάζει κυνηγετικά σκυλιά, ο λαγοκυνηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. άρης*, με ανάπτυξη ενδοφωνηεντικού ν από πιθανή επίδραση τού κυνηγάρης] …   Dictionary of Greek

  • ψυχοκυνηγάρης — ο, Ν (ως προσωνυμία τού Χάρου) ο κυνηγός ψυχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + κυνηγάρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”